- κουρης
- κούρης-ητος ὅ, только pl. κούρητες молодые люди, молодежь
(Ἀχαιῶν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀχαιῶν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κούρης — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 54 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αβίας. * * * ο αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ και εκεί, φυγόπονος, άεργος … Dictionary of Greek
Κουρής — Κουρῆτες fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρης — ἐπικουρέω to be an imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) κόρη girl fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Leonidas Kouris — ( el. Λεωνίδας Κουρής) is a Greek politician. He was born in Athens in 1949 and has lived in Pikermi since 1979.Kouris graduated from the famous Varvakeion school and has degrees in mineralogical engineering from the National Technical University … Wikipedia
List of rivers of Cyprus — Most of the 35 streams are small and impermanent. Melting snow supplies water to a number of these until late April. Others are merely winter torrents which go dry during the summer.Rivers in Cyprus by Length River(Name in… … Wikipedia
Figuren in der Ilias — Dieser Artikel beschreibt ergänzend die Figuren in der Ilias, einem der ältesten Werke der griechischen und europäischen Literatur. Inhaltsverzeichnis 1 Menschen 1.1 Achaier 1.2 Troer 1.3 Sonstige … Deutsch Wikipedia
Liste des cours d'eau de Chypre — La plupart des 35 cours d eau de Chypre sont petits et non permanents. La fonte des neiges approvisionne en eau un certain nombre de ces rivières jusqu à la fin avril. D autres ne sont que des torrents d hiver, à sec pendant l été. Classement par … Wikipédia en Français
κυνώπης — κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια 2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.) 3. το θηλ. ἡ κυνώπις ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ούτοι — οὔτοι και οὔ τοι (Α) επίρρ. 1. βεβαίως όχι, πραγματικά όχι («χερσὶ μὲν οὔτοι ἐγὼ γε μαχήσομαι εἵνεκα κούρης», Ομ. Ιλ.) 2. (με το πότε) όντως ουδέποτε («ούτοι ποθ ουχθρούς, ουδ όταν θάνῃ», Σοφ.) … Dictionary of Greek
πρωτοκούρης — ητος, ὁ, Α ο επικεφαλής τού εξαμελούς θρησκευτικού συλλόγου τών κουρήτων στην Έφεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κουρής, ῆτος/ Κουρῆτες «θρησκευτικός εξαμελής θίασος στην Έφεσο»] … Dictionary of Greek
τεκμαίρομαι — ΝΜΑ (και ενεργ τακμαίρω Α [τέκμαρ] από ορισμένα σημεία πράγματα κρίνω, συνάγω συμπέρασμα για κάτι (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», Ευστ. γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε κάτω τε τείχη μετρῶν», Ευρ. δ.… … Dictionary of Greek